ακατάπτωτος

ακατάπτωτος
-η, -ο (Α ἀκατάπτωτος, -ον) [καταπίπτω]
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πέσει (συνήθως με ηθική σημασία
να περιπέσει σε ανυποληψία)
μσν.
αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακατάπτωτος — η, ο αυτός που δεν κατάπεσε ή δεν κινδυνεύει να καταπέσει: Το φρόνημά τους έμενε πάντα ακατάπτωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατάπτωτον — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem acc sg ἀκατάπτωτος not liable to fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπτώτου — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάπτωτοι — ἀκατάπτωτος not liable to fall masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”